Αγαπημένε μου ψηφοφόρε, αγελάδα μάνα με κατάφορτους μαστούς

 

Αγαπημένε μου ψηφοφόρε, αγελάδα μάνα με κατάφορτους μαστούς

Αγαπημένε μου ψηφοφόρε, αγελάδα μάνα με κατάφορτους μαστούς
Αγαπημένε μου ψηφοφόρε, αγελάδα μάνα με κατάφορτους μαστούς

Του Ορθαγόρα

Αγαπημένε μου ψηφοφόρε,

Διαλεχτέ ανάμεσα στους μύριους, λαγαρό χρυσάφι της ζωής και της καριέρας μου, γλυκασμέ των λογισμών μου σαν φτάνει η ώρα πάλι να κριθώ, άνθος του κήπου μου εκλεκτό, κρίνο αμάραντο, αμνέ με σμύρνα και λίβανο θυμιασμένε, συ ο απόμακρος μα τόσο κοντινός μου, ο αθώος σαν εξαγνισμένο θυσίασμα και χρήσιμος σαν αγελάδα μάνα με κατάφορτους μαστούς, δείξε μου την όψη σου ξανά κι ας ακούσω εκ νέου την φωνή σου, γιατί σταλάζουν μύρο τα χείλια σου και λάμπει σαν ήλιος η μορφή σου, όταν της κάλπης έρχεται ο μήνας ο σκληρός.

Ξέρω, κοντεύουν τέσσερα χρόνια από τότε που σεργιανίσαμε μαζί στις αγορές και στις πλατείες, που μεταλάβαμε κρασί και τσίπουρο στα ταβερνεία, που διαβάσαμε τους ντελβέδες με τα «θα δεις» και τα «υπόσχομαι» στο καφενεδάκι του φτωχομαχαλά σου. Τέσσερα ολάκερα χρόνια! Αλήθεια, πώς κυλάει έτσι γρήγορα ο καιρός! Και τι αμείλικτη που είναι αυτή η κακούργα η καθημερινότητα, με τις μυλόπετρες που σε συνθλίβουν πριν καν προλάβεις να τις αντιληφθείς! Αχ, αγαπημένε μου, δεν γνωρίζεις, δεν δύνασαι να γνωρίζεις, πόσο εξουθενωτικός είναι ο βίος ενός πολιτικού. Πόσο βαρύς είναι ο σταυρός που έβαλες στις πλάτες μου, εκείνη την μοιραία στιγμή της απόφασης πίσω από το παραβάν.
Μα μην θαρρείς πως σου κακιώνω για τις ανιαρές συνεδριάσεις στο κοινοβούλιο, για τους προβολείς των τηλεοπτικών στούντιο που αδυνατίζουν την όρασή μου, για τ’ απανωτά μίτινγκ με τους δύστροπους νονούς της νύχτας αλλά και της ημέρας, για τις επίσημες δεξιώσεις και τ’ ανεπίσημα δείπνα που προσθέτουν κιλά στο ήδη επιβαρυμένο σαρκίο μου, για τα κουραστικά ταξίδια εντός-εκτός κι επί τ’ αυτά, και -προπάντων- για τ’ αμέτρητα (διευκρινισμένα κι αδιευκρίνιστα) ποσά που δεν ξέρουν πώς να ξοδευτούν και με πονοκεφαλιάζουν. Όχι, αγαπημένε μου, δεν σου κακιώνω. Αποδέχτηκα εξ αρχής την μοίρα μου, όταν μ’ έσπρωξες να κυλήσω στον κατήφορο της δημόσιας ζωής. Γιατί, να το ξέρεις, εσύ ευθύνεσαι για όλα όσα τώρα περνώ. Και για τον εθισμό μου, την επώδυνη εξάρτησή μου από αυτά. Αλλά δεν σου κακιώνω…
Μας έχουν δέσει, ωραίε μου, με δεσμούς ακατάλυτους και όρκους αιμάτινους οι θεοί και οι δαίμονες της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας. Εσύ ο εντολέας, κι εγώ το δοχείο το άπατο των εντολών σου. Εσύ ο τύραννος, κι εγώ ο τυραγνισμένος. Εσύ ο έμπορος, κι εγώ το πρεζόνι. Εσύ ο ανεύθυνος, κι εγώ ο για όλα υπεύθυνος. Αλλά δεν είναι τώρα η ώρα, λευκανθισμένε μου, για ανόητους απολογισμούς και άστοχα μοιράσματα ευθυνών. Ο τετραετής χειμών παρήλθε, η βροχή σταμάτησε και πέρασε, οι ψηφοδόχες φάνηκαν κιόλας στον ορίζοντα, ο καιρός της κάλπης έφτασε, η φωνή του καθήκοντος ακούστηκε στην γη μας, οι δημοσκόποι έβγαλαν τους πρώιμους καρπούς τους, τα πετσωμένα άνθησαν κι έδωσαν οσμή.
Σήκω, έλα, ο απόμακρος μα τόσο κοντινός μου, ο αμνός μου, η περιστέρα μου, ο καλός και αγαθός μου. Δείξε μου την όψη σου ξανά κι ας ακούσω εκ νέου την φωνή σου, γιατί σταλάζουν μύρο τα χείλια σου και λάμπει σαν ήλιος η μορφή σου, τώρα που της κάλπης έρχεται ο μήνας ο σκληρός. Ας σεργιανίσουμε ξανά μαζί στις αγορές και στις πλατείες, ας μεταλάβουμε κρασί και τσίπουρο στα ταβερνεία, ας διαβάσουμε τους νέους ντελβέδες με τα φρέσκα τα «θα δεις» και τα «υπόσχομαι» στο καφενεδάκι του φτωχομαχαλά σου, που τόσο μα τόσο μου έλειψε όλα αυτά τα τέσσερα χρόνια. Άσε με, αγαπημένε, να γίνω για λίγο ο υπηρέτης σου, να διώξω την σκόνη απ’ την ψυχή και το πνεύμα σου, οδηγώντας σε στον καινούργιο ονειρόκοσμο που χτίζουμε για σένα εγώ και οι συμπολιτικοί μου -κατ’ εντολή σου και για το κοινό καλό. Σήκω, έλα να σταθούμε μπροστά στον φακό αγκαλιασμένοι, σταυρωτά να φιληθούμε, ελπίδας χαμόγελα τριγύρω να σκορπίσουμε.
Έλα, λιβανισμένε μου, μην αργοπορείς. Ο καιρός γαρ εγγύς και μικρός του μέλιτος ο μήνας. Ας μην επιτρέψουμε στα τιποτένια σκάνδαλα και στα εγκλήματα της τύχης της κακόβουλης, που λιμούς και Τέμπη μονίμως απεργάζεται, να λεκιάσει την ιερή των όρκων ανανέωση. Διότι, κραταιά ως θάνατος είν’ η αγάπη μας και σκληρό καθώς ο άδης το πάθος μας το αγαπητικό. Έλα, με σμύρνα και λίβανο θυμιασμένε αμνέ μου, άσε με λαίμαργα να πιω από τους κατάφορτους μαστούς σου, το χνώτο σου να κρύψω στα ρουθούνια μου, τους αμπελώνες του κορμιού σου να τρυγήσω, άσε το αίμα του πάλλευκου λαιμού σου ανεξίτηλα να βάψει την γλώσσα και τα δόντια μου.
Τα δώρα σου αυτά τα υπερπολύτιμα, διαλεχτέ ανάμεσα στους μύριους, λαγαρό χρυσάφι της ζωής και της καριέρας μου, γλυκασμέ των λογισμών μου, θα με συντροφεύουν τις κρύες μέρες και νύχτες του επερχόμενου τετραετούς χειμώνα, όταν, μακριά σου αγαπημένε μου ψηφοφόρε, θα φθείρω τα πανάκριβα ρούχα μου και την πάμφθηνη ψυχή μου στις ανιαρές συνεδριάσεις της Βουλής, στα πάνελ των πετσωμένων καναλιών, στα μίτινγκ με τους δύστροπους νονούς, στις επίσημες δεξιώσεις και στα δείπνα τ’ ανεπίσημα, στα κουραστικά ταξίδια, και -προπάντων- στην διαχείριση των νέων (διευκρινισμένων κι αδιευκρίνιστων) ποσών, που δεν θα ξέρουν πώς να ξοδευτούν και θα με πονοκεφαλιάζουν. Αυτά σου τα δώρα θα κάνουν, μονάκριβέ μου, την περίοδο του αναγκαστικού μας χωρισμού να κυλήσει ευκολότερα. Μέχρι να μας ξανασμίξει της επόμενης κάλπης ο μήνας ο σκληρός.
Και μην ξεχνάς, πολυαγαπημένε μου ψηφοφόρε, ότι κι εσύ είσαι για μένα, κι εγώ είμαι για… μένα.
—————————————————
Είμαι βέβαιος, Συνέλληνα, πως έλαβες κι εσύ παρόμοια επιστολή από κάποιον ερωτευμένο μαζί σου πολιτικό. Μα δεν μπορώ να γνωρίζω κατά πόσο σ’ έπεισαν τα ψεύτικα τα λόγια του τα ξυδοστάλακτα. Εμένα, πάντως, με αναγούλιασαν, με αηδίασαν, και με θύμωσαν -για μιαν ακόμα φορά. Δεν τα μπορώ άλλο τα νοθευμένα και ληγμένα της κομματοκρατίας. Για φως καθάριο και νιογέννητο διψάει η ψυχή μου. Για μια Ελλήνων ολόλαμπρη Πολιτεία, όπου εγώ θα είμαι για σένα και για όλους, κι ΕΣΥ θα είσαι για όλους και για μένα. Κι όπου οι Αξίες, οι Αρχές, κι οι Νόμοι της νομοτέλειας θα επιτρέψουν στα όνειρα να λάβουν, επιτέλους, εκδίκηση.